< ἀδεφένδευτος
ἁδέω >
ἀδέψητος
,
-ον
de piel no curtida
βοέη
Od
.20.2, 142,
βοεία
A.R.3.206, Nonn.
D
.26.176,
πήρη ἀ. ... αἰγός
AP
6.298 (Leon.).