< ἀδωροδοκία
ἀδωρόληπτος >
ἀδωροδόκος
,
-ον
1
insobornable
,
íntegro
Ἰουλιανὸς χερσὶν ἀδωροδόκοις
AP
9.779.
2
que no tiene regalos de boda
ὑμέναιοι
Nonn.
D
.4.33, 34.176.