ἀδοξία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Lex.1
1 mala fama, descrédito, infamia Hp.l.c., Th.1.76, Pl.Phd.82c, R.473c,
φυλαττόμενοι τὴν παρὰ τοῖς ἀνθρώποις ἀδοξίανX.Mem.1.3.4, cf. D.1.11, Arist.Rh.1384a22, IG 3(3).55.16 (IV a.C.), Phld.Lib.fr.3.8, LXX Si.3.11, Plu.2.82c, Fauorin.De Ex.6.9.
2 insignificancia, poca importancia
τἆλλα δὲ οὐκ ἄξιον ὀνομάζειν διὰ τὴν μικρότητα καὶ τὴν ἀδοξίανref. a ciertas tribus, Str.3.3.3
•oscuridad, anonimato
ἐν τῷ πένεσθαι δ' ἐστὶν ἥ τ' ἀδοξίαE.Fr.362.16,
ἀ. καὶ ἄγνοια καὶ παντελῶς ἀφανισμόςPlu.2.1130e, Agis 2.
3 desprecio, menosprecio
κατ' ἐμοῦ λέγουσιν τὰς ἐκ τῆς πενίας ἀδοξίαςme desprecian por mi pobreza D.57.52,
πενίας καὶ ἀδοξίας ἐατέονPlot.1.4.5.
4 calumnia App.Syr.41.