< ἀδνοτατίων
ἀδνούμιον >
ἀδνουμεύω
lat.
ad nomen
,
revisar
,
controlar
καὶ ἐπισκεπτόμενος καὶ ἀδνουμεύων
PRoss.Georg
.4.6.12 (VIII d.C.).