ἀδιήγητος, -ον
I
ὑπὸ κάλλους καὶ μεγέθουςX.Cyr.8.7.22,
ἔκλυσις καὶ μαλακίαD.17.29,
στρώματαMen.Dysc.405,
ἀ. καὶ θαυμαστὴ ποικιλία δυνάμεωνPlot.4.4.36, cf. Aristeas 89,
φθοράAristid.Or.33.30, ref. pers., Ign.Eph.1.3.
2 que no se ha descrito de una clase de animales, Ael.NA 15.18.
3 no relacionado Hld.5.16.5.
II adv. -ως inefablemente, indescriptiblemente
γυναῖκαν ... ἐ. ὡραῖανPMag.11a.13.