< ἀδιεγγύ[ητος
ἀδιέκβατος >
ἀδιέγγυος
,
-ον
no asegurado mediante garantía
τὸ ἀδιέγγυον μέρο[ς τῆς] ὠνῆς
PRev.Laws
17.3 (III a.C.).