ἀδιάτρεπτος, -ον
I
ἀ. γνώμης ἀληθοῦςSch.Luc.Herm.53,
ἀ. γνώμηRom.Mel.38.ιδʹ.5.
2 audaz, desvergonzado
θυγάτηρLXX Si.26.10.
II adv. -ως desvergonzadamente
ἀτενῶς ὁρᾶν καὶ ἀ.Iul.Or.9.197b.
ἀ. γνώμης ἀληθοῦςSch.Luc.Herm.53,
ἀ. γνώμηRom.Mel.38.ιδʹ.5.
θυγάτηρLXX Si.26.10.
ἀτενῶς ὁρᾶν καὶ ἀ.Iul.Or.9.197b.