ἀδιάπταιστος, -ον
I
2 seguro, duradero
βίοςSch.Pi.N.7.144a, como pred.
(θεὸς) ἀδιάπταιστόν σοι τὴν εὐδαιμονίαν φυλάττειSch.Pi.O.1.171a.
II adv. -ως de manera infalible Procl.in Ti.1.193.19.
βίοςSch.Pi.N.7.144a, como pred.
(θεὸς) ἀδιάπταιστόν σοι τὴν εὐδαιμονίαν φυλάττειSch.Pi.O.1.171a.