< ἀδιαπλασίαστος
ἀδιαπλήτως· >
ἀδιάπλαστος
,
-ον
no conformado todavía
ζῶα
Pl.
Ti
.91d,
βάτραχοι
Sch.Nic.
Th
.620a,
ἧπαρ
Gal.4.662,
σάρξ
Gal.10.987,
τὸ σπέρμα
Athenag.
Res
.17.2.