ἀδιάγνωστος, -ον
1 que no se puede distinguir
ὁ τῆς λίμνης τύποςD.S.1.30,
ὀνόματαAristid.Quint.7.13,
ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφουςAntig.Mir.25(29).
2 difícil de leer Ptol.Tetr.1.21.21.
ὁ τῆς λίμνης τύποςD.S.1.30,
ὀνόματαAristid.Quint.7.13,
ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφουςAntig.Mir.25(29).