< ἀδιάβρωτος
ἀδιάγλυφος >
ἀδιάγλυπτος
,
-ον
infranqueable
,
inevitable
εἰλήμμεθα λαβὴν ἄφυκτον, ἀδιάγλυπτον
Nicoch.21, cf. Phot.
α
356.