< ἀδιόρατος
ἀδιορθωσία >
ἀδιοργάνωτος
,
-ον
1
no organizado
Iambl.
VP
73.
2
desprovisto de órganos
τὸ ἔμψυχον διαιρεῖται εἰς διωργανωμένον σῶμα καὶ ἀδιοργάνωτον
Elias
in Porph
.65.5.