ἀδικόμαχος, -ον
1 que participa en el combate de forma desleal, tramposo
ἀδικομάχους αὐτοὺς καλεῖ ὁ Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Σοφιστικοῖς ἐλέγχοιςAscl.in Metaph.243.9.
2 terco, indócil de caballos, X. en AB 344.
ἀδικομάχους αὐτοὺς καλεῖ ὁ Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Σοφιστικοῖς ἐλέγχοιςAscl.in Metaph.243.9.