< ἀδικαιοδότητος
ἀδικαίωμα >
ἀδικαιολόγητος
,
-ον
que carece de defensa
o
justificación
ἀ. γὰρ ἅπας ἁμαρτωλὸς καὶ παράνομος
Chrys.M.61.730.