< ἀδιερεύνητος
*Ἀδιεύς >
ἀδιευκρίνητος
,
-ον
1
confuso
,
desordenado
ὕλη
Heraclit.
All
.48,
del estilo
, Hermog.
Id
.2.11 (p.403).
2
carente de marcas
ἄκριτος δὲ τύμβος
Eust.689.29.