ἀδιεξίτητος, -ον
I
τὸ ἄπειρονArist.Ph.207b29, Plot.2.4.7, Phlp.Aet.10.21, cf. Alex.Aphr.in Top.86.27, Ph.2.204,
αἰώνPh.1.554
•subst. τὸ ἀ. inconmensurabilidad
διὰ τὸ ἀδιεξίτητον ἄπειρον ὕπαρχονProcl.Inst.94
•subst. τὸ ἀ. lo inescrutable
τοῦ ζητουμένουGr.Nyss.Eun.1.368.
2 que carece de salida
ἄγυιαOrib.9.20.3,
ὁδόςSocr.Sch.HE 1.20.10,
ὁ τοῦ βίου λαβύρινθοςGr.Nyss.Or.Catech.87.10.
II adv. -ως de modo inagotable, ilimitadamente
ἄπειρον ὑποτίθεται ὡς ἀ. καταμετρουμένονSimp.in Cat.147.15.