< ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος >
ἀδιαφθονήτως
adv.
con liberalidad
,
generosamente
Θεοῦ προθέντος ἀ. ἅπασι τὴν διὰ πίστεως χάριν
Cyr.Al.M.74.849C.