< ἀδιάσταλτος
ἀδιάστατος >
ἀδιαστασία
,
-ας, ἡ
geom.
continuidad
(ἡ γραμμή) ἤτοι ψαυστῶν ἀδιαστασία ἔσται ἢ διαστάντων ἀψαυστία
Iambl.
in Nic
.57.