< ἀδιάπτυκτος
ἀδιάπτωτος >
ἀδιαπτωσία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
jón.
-ίη
Hp.
Ep
.17.6
infalibilidad
Hp.l.c., Iambl.
Protr
.21.