< ἀδιαπνευστέω
ἀδιάπνευστος >
ἀδιαπνευστία
,
-ας, ἡ
falta de transpiración
o
evaporación
Gal.10.763, 769, Alex.Trall.1.305.17, Steph.
in Hp.Aph
.2.394.35.