< ἀδιαμάρτητος
†ἀδιαμέλητος >
ἀδιαμάσητος
,
-ον
no masticado
,
crudo
fig.
ὁ ὀργιζόμενος ... ἀδιαμάσητα πάντα φθέγγεται
Chrys.M.60.232.