ἀδιαληψία, -ας, ἡ


confusión, dificultad o incapacidad de distinguir c. gen. διανοημάτων Phld.Rh.2.190, τοῦ [τὰ πο[ῖα] διὰ τέχνης καὶ τὰ ποῖα χωρὶς τέχνης πε[ρ]ιγείνεται Phld.Rh.2.81Aur., cf. Phld.Rh.1.15Aur.