< ἀδιάλεκτος
ἀδιάληπτος >
ἀδιαληπτεύω
ser de poca comprensión
,
falto de inteligencia
ἀδιαληπτεύ[ων πρὸ]ς τὰ τοιαῦτα
Phld.
Rh
.2.184.