ἀδερκής, -ές
invisible
αὔρηAP 11.372 (Agath.),
φήμηPamprepius 1ue.2
•neutr. plu. subst.
ὄφρα κε δερκομένοισιν ἀδερκέα φῶτες ἕλωσιGr.Naz.M.37.1556.
αὔρηAP 11.372 (Agath.),
φήμηPamprepius 1ue.2
ὄφρα κε δερκομένοισιν ἀδερκέα φῶτες ἕλωσιGr.Naz.M.37.1556.