< ἀδελφοποίησις
ἀδελφοποιός >
ἀδελφοποιητός
,
-οῦ, ἡ
• Alolema(s):
-ποητός
CIRB
333, 339 (ambos I d.C.)
hermana adoptiva
,
CIRB
ll.cc., Tz.
Ep
.14 (p.26.11).