< ἀδελφοκτονία
ἀδελφομιξία >
ἀδελφοκτόνος
,
-ον
• Alolema(s):
jón.
ἀδελφεο-
fratricida
Hdt.3.65, Nic.Dam.136.7, Plu.2.256f, Ph.1.148, Them.
Or
.6.72d, Pall.
V.Chrys
.11.67.