ἀδελφικός, -ή, -όν
1 fraternal
φιλίαArist.EN 1161a6,
διάθεσιςSB 5357.6 (V d.C.),
ἔριςIust.Nou.18.7
•en gr. tard. en fórmulas de tratamiento
ἡ σὴ ἀδελφικὴ εὐδοκίμησιςPMasp.68.1 (VI d.C.),
ἡ ὑμετέρα ἀδελφικὴ λαμπρότηςPKöln 165.4, 7 (VI d.C.).
2 adv. -ῶς fraternalmente LXX 4Ma.13.9, Gr.Naz.Ep.101.7, Thdt.Ep.Sirm.77 (p.174).