< ἀγαλάκτης
ἁγαλάκτορα· >
ἀγᾰλακτία
,
-ας, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
falta de leche
ἀμνοὶ δὲ βληχάζουσιν ὑπ' ἀγαλακτίας
Autocr.3.