< ἀγαθοπτικός
ἀγαθός >
ἀγᾰθόρρῠτος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que mana el bien
ἀγαθορρύτοιο παγᾶς
Synes.
Hymn
.9.129.