ἀγόρασμα, -ματος, τό
• Grafía: graf. ἀγόραζμα PYadin 22.22 (II d.C.)
compra, género, mercancía
κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτωνD.34.9,
ἀγόρασμα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζωνAeschin.3.223, cf. Arist.Oec.1352b4, Alex.173, PYadin l.c., Them.Or.4.61b.