< ἀγήοχα
ἀγήραος >
ἀγήραντος
,
-ον
1
que no envejece
εὐλογίη
Simon.118D.,
ἀγήραντον στόμα κόσμου παντός
de Homero
AP
7.6 (Antip.Sid.), cf. ἀγήρατος.
2
que no se desgasta
λίθος
Ps.Dsc.
Lap
.2.