ἀγήραντος, -ον


1 que no envejece εὐλογίη Simon.118D., ἀγήραντον στόμα κόσμου παντός de Homero AP 7.6 (Antip.Sid.), cf. ἀγήρατος.

2 que no se desgasta λίθος Ps.Dsc.Lap.2.