ἀγένεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀγέννεια Phld.Vit.4B.
1 bajo linaje, bajeza
ἀ. πενία βαναυσίαArist.Pol.1317b40, cf. VV 1251b16, Phld.l.c.
2 pobreza
τῆς ἐμῆς ἀγραυλίας καὶ ἀγένειας οἰκεῖοςD.S.33.7.
ἀ. πενία βαναυσίαArist.Pol.1317b40, cf. VV 1251b16, Phld.l.c.
τῆς ἐμῆς ἀγραυλίας καὶ ἀγένειας οἰκεῖοςD.S.33.7.