ἀγάλλω


I en v. med.

1 ufanarse, enorgullecerse, presumir c. part. τεύχεα δ' Ἕκτωρ ... ἔχων ... ἀγάλλεται Αἰακίδαο Il.17.473, cf. 18.132, μήτε νικῶν ... ἀγάλλεο Archil.211.4, ἕκαστος πατρίδα ἔχων πρώτην ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἀγάλλεται Th.4.95
c. dat. ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν Il.12.114, cf. Pi.Fr.215b.13, Th.6.41, (νῆες) ᾗσιν ἀγαλλόμενοι Od.6.272, ἵπποι ... θήλειαι πώλοισιν ἀγαλλόμεναι Il.20.222, de adornos, vestidos, cabellera κόσμῳ ἀγαλλομένην Hes.Th.587, χαίτῃσιν ἀγαλλόμεν' εὐπρεπέεσσιν Xenoph.3.5, Ἰσσηδοὶ χαίτησιν ἀγαλλόμενοι ταναῇσι Aristeas Epic.4, (ὀρνίθων ἔθνεα) ἀγαλλόμενα πτερύγεσσι Il.2.462, cf. h.Merc.553, ἡ μὲν καλλικόμοις πτόρθοις βοτρυώδεος οἴνης Χῖος ἀγαλλομένη CEG 606.7 (Ática IV a.C.), ἀ. ἀλλοτρίοις πτεροῖς presumir con plumas ajenas Luc.Apol.4, ἀσπίδι Archil.12.1
de los honores y lisonjas τῷ τε οὐνόματι Hdt.1.143, μύθῳ Nonn.D.10.217, ταῖς τιμαῖς X.Mem.2.1.33
c. inf. subst. τῷ ἐμφανὴς εἶναι X.Ages.9.1, ἀγαλλομένους τῷ πείθεσθαι de los soldados, X.Oec.21.5
c. prep. y dat. ζῶε δ' ἀγαλλόμενος σὺν ἐυσφύρῳ Ἠλεκτρυώνῃ Hes.Sc.86, ἐπὶ δὲ τῷ ἀγάλλονται Th.3.82, cf. X.Cyr.8.4.11, ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀ. de un toro, Aesop.119.1, de un ciervo, Aesop.76.1, c. χάριν y gen.: χάριν ἥβης Nonn.D.42.166
abs. gloriarse, ufanarse Tyrt.1.20 (dud.), Hdt.4.64, 9.109.

2 deleitarse, regocijarse, disfrutar de dioses ἀγαλλόμεναιὀπὶ καλῇ, ἀμβροσίῃ μολπῇ de las Musas, Hes.Th.68, cf. Nonn.D.30.125, de Pan λιγυρῇσιν ἀγαλλόμενος φρένα μολπαῖς h.Pan.24
de pers. c. dat. ἑορταὶ αἷς πάροιθ' ἠγαλλόμην de Casandra, E.Tr.452, c. prep. y dat. ὥσπερ δέ τις ἀγάλλεται ἐπὶ θεοσεβείᾳ ... οὕτως Μένων ἠγάλλετο τῷ ἐξαπατᾶν δύνασθαι X.An.2.6.26
alegrarse, exultar, gozar, disfrutar c. part. πονῶν X.Ages.5.3, διαλεγόμενοι X.Hier.8.5
c. dat. εὐτυχίαις, αἷς ποτε αὐτοὶ ἠγάλλεσθε Th.2.44.2, τῷ ὀνείδει Pl.Tht.176d, συνέφηβοι Ἑρμάωνι θεῷ πλεῖον ἀγαλλόμενοι IG 5(1).493.12 (Esparta II d.C.), c. dat. y ac. rel. τούτοις αὐτὸς ἀ. τὴν διάνοιαν Gr.Nyss.M.46.749A
c. prep. y dat. ἐπὶ τῷ κέρδει X.Oec.3.8
c. ac. ξυνὸν ἀγαλλόμενος καὶ τάφον ὡς θάλαμον AP 7.378 (Apollonid.), τὸν τόκον ἀ. Chrys.M.61.737
personif. de las naves ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ Od.5.176, h.Ap.427, ἐλαία ... τῷ πλήθει τῶν καρπῶν ἀγαλλομένη Gr.Nyss.Pss.139.16.

II act.

1 honrar, exaltar (Πέλοπα) τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν δίφρον Pi.O.1.86, ἀγάλλει ... ὁμόσπορον ἔθνος Pi.N.5.43, αὐτόν D.C.47.18.2, cf. Gr.Nyss.Eun.2.154.

2 a un dios festejar, celebrar c. actos de culto θεάν E.HF 379, Φοῖβον Ar.Th.128, τοὺς θεούς Hermipp.8, θεόν D.C.51.25.5
c. ac. del dios y dat. σε θυσίαισιν Ar.Pax 399, θεοὺς καρποῖς Xenocr.98
a los antepasados τιμαῖς Pl.Lg.931d, cf. a
v. med. mismo sent. festejar, celebrar ἀγαλλόμεναι θεόν E.Ba.157.

3 c. abstr. de fiesta celebrar γαμηλίους εὐνάς E.Med.1027, en v. med. mismo sent. c. ac. τὰ γενέσια ἀγάλλεσθαι celebrar el cumpleaños D.C.47.18.6.

4 ἀγάλλων jactancioso Sud.
• Etimología: De *gl̥H3-, cf. ἀγλαός y c. otro vocalismo γέλως, etc.