ἀγάζω
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [v. med. aor. part. ἀγασσαμένη Nic.Fr.74.15]


I 1exigir demasiado, importunar τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν A.Supp.1061, cf. Hsch.

2 esp. v. med. honrar λοιβαῖσιν πρώταν θεῶν Pi.N.11.6, ἥρωα Orph.A.64, Λεύκοφρυν ἀγασσαμένη Nic.Fr.74.15.

II intr.

1 ufanarse S.Fr.968.

2 indignarse, irritarse ἀγάζει· ἀγανακτεῖ, βαρέως φέρει Hsch.
med. ἀγαζόμενοι· κάμνοντες, λυπούμενοι Hsch.
ἀγάζεσθαι· βλάπτεσθαι Hsch.
• Etimología: Deriv. de ἀγα- q.u.