< ἀγωνίστρια
ἀγωνοθεσία >
ἀγωνοδίκης
,
-ου, ὁ
juez de certamen
ἀγωνοδί[κ]η[ς ἀγῶνος] ἀχθέντος
SB
10493.2 (III d.C.), cf. Hsch.