< ἀγωνία
ἀγωνιάτης >
ἀγωνιάζομαι
estar angustiado
ἀγωνιάσωμεν ὑπὲρ τοῦ μὴ εἰς ἅπαν ταῖς ἀνιάτοις παρανομίαις ἀφεθῆναι
Ph.2.573.