< ἀγχίπολις
ἀγχίπους >
ἀγχίπορος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
1
que acompaña a todas partes
κόλακες
AP
10.64 (Agath.).
2
cercano
,
próximo
ἀγχιπόροις δὲ ἔχραε Τεμμίκεσσι
Nonn.
D
.5.38.