< ἀγχιστής
ἀγχιστίνδην >
ἀγχιστικός
,
-ή, -όν
sucesorio
,
relativo a la herencia
νόμος
Thasos
192.4 (I d.C.),
τὰ δίκαια
Ammon.
Diff
.5,
Exc.Cas
.3.