ἀγυρθμός, -οῦ, ὁ
colecta
ἐν τὰν συντέλειαν ἀπὸ τῶ ἀγυρθμῶ ἀργυρίωTLocri 23.6, cf. 16.7, 8, 30.8 (IV/III a.C.); cf. ἀγερμός, ἀγυρμός.
ἐν τὰν συντέλειαν ἀπὸ τῶ ἀγυρθμῶ ἀργυρίωTLocri 23.6, cf. 16.7, 8, 30.8 (IV/III a.C.); cf. ἀγερμός, ἀγυρμός.