< ἀγυμνᾰσία
ἀγυμναστία >
ἀγυμναστέω
dejar de practicar ejercicios gimnásticos
,
relajarse
χρὴ τοὺς εἰωθότας κινεῖσθαι μὴ ἀγυμναστεῖν
Eust.344.10
•
fig. Tz.
Ex
.13.16L.