< ἀγρομυρίκινος
ἀγρονόμας >
ἀγρόνδε
adv.
hacia
,
al campo
ἀ. προΐαλλε
Od
.15.370, cf. Luc.
Lex
.3, Clem.Al.
Paed
.3.10.50
•
hasta el campo
μή σε ... ἀ. δίωμαι
Od
.21.370.