< ἀγρόθεν
Ἄγροι >
ἀγρόθι
adv.
en el campo
φέρε δ' ἀ. νόστιμα πάντα
Call.
Cer
.135, cf. Poll.9.12, Hdn.Gr.1.501, Sch.Er.
Il
.14.114b.