ἀγρυπνία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη, -ης
I
ἐν ἀγρυπνίᾳ καὶ λύπῃ εἶναιPl.Cri.43b,
πονουμένων ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα ... πᾶσαν ἀγρυπνίαν ἀναπιμπλάντων ὀλοφυρμοῦPl.Ax.368b, cf. PSI 1128.20 (III d.C.)
•en plu. noches en vela
ἀπόλλυμαι ταῖς ἀγρυπνίαιςAr.Lys.761, cf. 27
•fig.
Ἀρήτου σύμβολον ἀγρυπνίηςCall.Epigr.27.4.
2 insomnio, falta de sueño
ἀ. ἰσχυρήHp.Acut.49,
ἡ μὲν ἀκρασία οὐκ ἐῶσα καρτερεῖν οὔτε λιμὸν ... οὔτε ἀγρυπνίανX.Mem.4.5.9,
διὰ τὸ μεταβάλλειν ἡ ἀ.Arist.Pr.917a39,
κακοπαθεῖν διὰ τὴν ἀγρυπνίανPlb.3.79.8,
ἀγρυπνίαν ὁ θόρυβος αὐτῶν ἐνεπόει γάρ μοι τινάMen.Sam.43,
ἆρ' ἐστὶ πάντων ἀ. λαλίστατον·Men.Fr.129,
ἀγρυπνίαν παύειGp.12.17.15
•tb. en plu., Hp.Acut.42,
ἀγρυπνίῃσι εἴχετοHdt.3.129, cf. IG 42.122.50 (Epidauro IV a.C.), Isidorus 1.30,
ἀγρυπνίας ... παραδώσουσινPl.R.460d.
3 crist. vigilia religiosa Marc.Diac.V.Porph.7
•como ejercicio ascético, Pall.H.Laus.43.1
•oficio nocturno monástico, Dor.Ab.Doct.99 (p.326).
II
διὰ φόβου καὶ ἀγρυπνίαςBGU 1764.9 (I a.C.),
θυγάτηρ πατρὶ ἀπόκρυφος ἀγρυπνίαLXX Si.42.9, cf. Ep.Barn.21.7
•viva atención
ἐπ' ἀγρυπνίας ἐργαζόμεθαPFlor.295.3 (VI d.C.), cf. PMasp.32.35 (VI d.C.).
2 vigilancia, alerta
οἱ τῆς ἀγρυπνίας ἄρχοντεςIust.Nou.13 proem.