< ἀγροτήρ
ἀγρότης >
ἀγροτήριος
,
-α, -ον
dud.
campesino
ἐκ]κλησία τοῦ ἀγροτηρίου ἄπα Πέτρου
PPrag
.158.3 (V/VI d.C.), pero cf.
BL
11.181.