ἀγροιώτης, -ου
1 campesino
ἀνέρεςIl.11.549, A.R.4.1183,
βουκόλοιOd.11.293,
ποιμένεςHes.Sc.39,
λαοίIl.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
•subst.
τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς;Ar.Th.58
•del campo, agreste
ΠρίηποςAP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto
νήπιοιOd.21.85,
ἀποφώλιος ἀ.Philet.Fr.Poet.12.