ἀγροικώδης, -ες
grosero, rústico, rudo
ἀγροικώδεις ... καὶ ἠλιθίουςAristid.Quint.59.16,
λοιδορίαSch.Bek.Il.23.474,
τρόποςSch.Er.Il.23.711-2,
βίοςChrys.M.63.464.
ἀγροικώδεις ... καὶ ἠλιθίουςAristid.Quint.59.16,
λοιδορίαSch.Bek.Il.23.474,
τρόποςSch.Er.Il.23.711-2,
βίοςChrys.M.63.464.