< *Ἀγρόδᾱμος
ἀγροδότης >
ἀγροδίαιτος
,
-ον
que vive en el campo
,
campesino
op. ἀστικός
Synes.
Insomn
.13, plu.
op. ἀστυπόλοι
Synes.
Regn
.24, cf.
Gloss
.2.217.