< ἄγριφος·
Ἀγριώνια >
ἀγριώδης
,
-ες
de naturaleza salvaje
τὸ δυσήμερον καὶ ἀγριῶδες
de los iberos
, Str.3.3.8, cf. Cyr.H.
Catech
.2.17.