< ἀγριόφυτα
ἀγριοχηνοπρυμνίς >
ἀγριόφωνος
,
-ον
de lengua áspera
e.d.
no griega
ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους
Od
.8.294,
Δᾶτις
Eust.
Pind
.26.25.