< ἀγριορίγανος
ἄγριος >
ἀγριόρροδον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
ἀγριορο-
Gloss
.2.217
bot., un n. del
nardo céltico
,
Valeriana celtica
L.
Gloss
.3.266.